Δίκη για Μάτι | "Καιγόμασταν σαν τα ποντίκια.Το παιδί μου δε θα έχει ζωή όπως τα αλλά παιδιά"

Δίκη για Μάτι | "Καιγόμασταν σαν τα ποντίκια.Το παιδί μου δε θα έχει ζωή όπως τα αλλά παιδιά"

Την Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου, συνεχίστηκε η δίκη για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι με την κατάθεση της Κάλλις Αναγνώστου, η οποία έζησε το εφιαλτικό συμβάν μαζί με τον τότε 5,5 ετών γιο της. Ειδικότερα, η κ. Αναγνώστου κατέθεσε πως: "Δεν μπορώ εγώ να φτιάξω ό,τι έχουν χαλάσει στο παιδί μου. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα άλλο γι' αυτό. Το μόνο που μπορώ είναι σας ζητήσω όλος αυτός ο πόνος του γιου μου να μην περάσει έτσι. Ανήκω στην κατηγορία εκείνων που τα έζησε όλα. Θέλω να δικαιωθεί αυτό. Να βγει αυτή η αλήθεια. Να μην ξανασυμβεί. Δεν ήταν η πρώτη φορά που έγιναν γεγονότα στην περιοχή. Ωστόσο, ήταν η πρώτη φορά που δεν ήρθε κανένας. Κάποια στιγμή κατά τις έξι παρά, έριξα μια ματιά από τα παράθυρα και έβλεπα μια μαυρίλα. Δεν υπήρχε σειρήνα, πυροσβεστικό, αστυνομία τίποτα. Εμείς δεν ξέραμε τίποτα. Ο πεθερός μου ήταν και εκείνος ανήσυχος. Κάναμε βόλτα γύρω από το σπίτι. Μόνο μαυρίλα υπήρχε. Κάποια στιγμή στη βεράντα έβλεπα πράγματα να πετάνε. Έπεσε ένα μεγάλο κομμάτι στάχτης στο χέρι μου και το έκαψε. Έπειτα, άκουσα τον δήμαρχο Ραφήνας να αναφέρει ότι η φωτιά πάει στο Διόνυσο. Τα τηλέφωνα είτε δεν απαντούσαν, είτε βούιζαν.

Κατά τις έξι και πέντε ξύπνησε και το παιδί. Τότε κόπηκε το ρεύμα. Από ένστικτο ανέβηκα επάνω και πήρα ρούχα για το παιδί. Έριξα μια ματιά έξω και είδα το μαύρο σύννεφο είχε φτάσει σε εμάς. Είδα τεράστιες φλόγες δεξιά μου και φώναξα στον γιο μου "Καιγόμαστε!" Σκεφτόμουν, "Δεν μπορεί να γίνεται αυτό! Είναι ταινία! Είναι όνειρο! Είναι εφιάλτης. Ήταν ο δικός μου εφιάλτης". Φώναξα ξανά στο παιδί μου “Κωνσταντίνε φεύγουμε τώρα!”. Ο γιος μου άρχισε να ουρλιάζει "Μαμά μου τι θα κάνουμε; Μαμά μου θα πεθάνουμε;" Και εγώ να του λέω "ντύσου θα φύγουμε. Δεν έχουμε επιλογή". Στις έξι και τέταρτο βλέπαμε τις φλόγες στα δέντρα γύρω μας. Το ρολόι που φορούσα είχε μέταλλο και μου έκαψε το δέρμα, αλλά με πάγωνε περισσότερο η θέα από τις φλόγες που ερχόντουσαν πάνω μας.

Μπορεί κανείς να συνειδητοποιήσει τη φρίκη; Κανένας. Γιατί δεν ήταν εκεί. Εμείς ήμασταν εκεί και το ζήσαμε. Ξαφνικά το παιδί φωνάζει και πέφτουμε και οι δύο κάτω. Αρχίζει να ουρλιάζει! “Μαμά καίγομαι!” Συνειδητοποίησα δεν είχε βάλει την μπλούζα του. Καιγόταν το δέρμα του και είχαν μπει τα νύχια μου μέσα στο σώμα του. Φώναζα συνέχεια. “Μην κοιτάς τίποτα μόνο τρέξε”. Βρισκόμαστε ανάμεσα στο δρόμο. Όπως τρέχουμε λιώνουν τα πόδια του και εγώ δεν μπορώ να του πω τίποτα. Φωνάζει “μαμά βοηθά με, μαμά σώσε με”. Δεν τον πήρα αγκαλιά γιατί αν το έκανα αυτό, θα είμασταν οι πρώτοι που θα εύρισκαν. Ήμασταν μόνοι μας και καιγόμασταν. Η μόνη φωνή και τα ουρλιαχτά ήταν του παιδιού μου. Μια φωνή που την έχω μέσα μου. Ακόμα και τώρα φοβάμαι να τον πάρω αγκαλιά.Κάποια στιγμή όπως τρέχουμε, είδαμε προβολείς αυτοκινήτου. Ήταν ο γιος ενός γείτονα.

Πέθαινα. Είχα πάρει μεγάλο φορτίο. Ένιωθα τις φλέβες μου να χτυπάνε ακανόνιστα λες και ήθελαν να βγουν από το σώμα μου. Μας κατέβασε κάτω στους υπόλοιπους. Βλέπαμε μόνο καπνούς και πύρινες μπάλες. Μας άφησε και μας είπε ότι έπρεπε να φύγει. Με το που κλείνω την πόρτα του αυτοκινήτου λιποθύμησα για πρώτη φορά. Ο πεθερός μου ήταν εκεί. Με πήρε και με ανέβασε σε ένα τραπέζι και πήγε να βρει νερό. Δεν ήταν εύκολο. Είχαμε φύγει όλοι σαν τρελοί. Δεν είχαμε πράγματα. Καιγόμασταν σαν τα ποντίκια και φύγαμε σαν τα ποντίκια. Όταν βρήκε ένα μπουκάλι, μου έσωσε λίγες σταγόνες. Λιποθύμησα και άλλες φορές. Με έσυρε. Με έβαλε πάνω στην πλάτη του. Η πεθερά μου πήρε τον μικρό και πήγαν σε έναν κολπίσκο. Ευτυχώς, ήταν μια τουρίστρια και τύλιξε τα ποδαράκια του και αυτό τον βοήθησε. Αν δεν ήταν εκείνη το παιδί μου θα το είχα χάσει. Στην καλύτερη περίπτωση θα είχε χάσει τα πόδια και τα χέρια του. Μου ζητούσε βοήθεια. Δεν μπορούσα να του μιλήσω. Δεν ήθελα να καταλάβει ότι πέθαινα. Ο κόσμος ούρλιαζε για βοήθεια. Δεν υπήρχαμε έως τότε. Όμως δεν υπήρχαμε ούτε και μετά στην ουσία. Αμελητέες οι δικές μας οι απώλειες.

Είδα τη θάλασσα και είπα να μπω να δροσιστώ. Δεν ήθελα να με δει το παιδί μου να πεθαίνω μπροστά του. Ο σύζυγος μου που ήταν έξω προσπαθούσε να μας βρει. Μίλησε με τον πεθερό μου. Του είπε ότι καιγόμασταν. Με ρώτησε αν ήθελα να του μιλήσω. Τι να του πω; Ότι το παιδί ήταν καμένο και δεν το προστάτευσα; Κάποια στιγμή ήρθαν πυροσβέστες. Έδωσα τον Κωνσταντίνο και εκείνος φώναζε “θέλω τη μαμά μου”. Προσπάθησαν να πάρουν και εμένα αλλά είχα καεί τόσο πολύ, είχα ανοίξει και δεν μπορούσαν να με πιάσουν από πουθενά. Πάλευα να ανέβω. Τα πόδια μου ήταν γεμάτα υγρό. Το μόνο που έκανα κάθε φορά που ανάσαινα ήταν να νιώθω τις στάχτες μέσα μου. Ανέβηκα επάνω και δεν τους είδα πουθενά. Είχαν φύγει. Κανένας δεν κατέβηκε κάτω να μας βοηθήσει. Φοβόντουσαν. Λες και εμείς δε φοβόμασταν, δεν καιγόμασταν και δεν πνιγόμασταν. Απέναντί μου είδα κάτι που νόμιζα ότι ήταν κορμός δέντρου. Ήταν άνθρωπος που κάηκε. Αυτός ο άνθρωπος δε φοβήθηκε; Κάθισα σε κάτι σκαλάκια να περιμένω το τέλος. Δεν μπορούσα να φύγω. Σωριάστηκα και έχασα τις αισθήσεις μου. Κάποια στιγμή ξύπνησα. Είδα μια κυρία καμένη. Με βλέπει και την ακούω να λέει για εμένα, “έχει πεθάνει ή ζει;”. Με όλα αυτά πλέον δε ζούσα. Λέγανε ότι δε θα τη βγάλω. Περίμενα. Προσευχόμουν να φτάσει το λάδι μου, να αντέξω και να είμαι καλά.

Εμφανίστηκε ένα βαν ιδιώτη. Μπαίνουμε μέσα τρεις και ξεκινάμε να φύγουμε. Μας έλεγαν συνεχώς κάντε υπομονή θα φτάσουμε. Ήταν δύο αστυνομικοί της Δίας που ήρθαν μόνοι τους γιατί άκουσαν ότι καιγόμασταν και ήρθαν να βοηθήσουν. Το άκουσαν! Από που; Από τους ασύρματους που κάποιοι δεν άκουγαν. Μας πήγαν στο Σισμανόγλειο. Άλλος Γολγοθάς. Με έβαλαν σε φορείο και με ένα ψαλίδι έκοβαν τα ρούχα μου. Μου έβαλαν έναν όρο. Είμαι σε ένα φορείο στο διάδρομο και απέναντι μου έχω μια πόρτα ανοιχτή και εκεί έβαζαν σάκους που στοιβάζονταν ο ένας πάνω στον άλλον.

Μένω εκεί μέχρι αργά με μια κουβέρτα, γυμνή και περιμένω να δω τι θα με κάνουν. Έχω τηλέφωνο στα χέρια μου και περιμένω να δω τι έχει γίνει με το παιδί μου. Δεν ξέρω αν έχει φτάσει, πως είναι, αν έχει ζήσει, αν ξέρει για μένα και τι ξέρει. Τον είχαν πάει στο Αγία Σοφία, στα επείγοντα για να τον καθαρίσουν και να περιποιηθούν τις πληγές του. Φοβάται και είναι μόνος του. Ένα μωρό 5,5 ετών. Μέχρι τότε ήξερε μόνο εμάς. Δεν ήξερε κανέναν. Έπρεπε να αφήσει άλλους ξένους να τον περιποιηθούν να τον ψαχουλέψουν, να του βάλουν σωληνάκια, να τον γδάρουν, όπως έγδαραν και εμένα. Ζητούσε τη μαμά του και το μπαμπά του και δεν ήμασταν εκεί. Κανένας δεν περίμενε ότι εγώ θα ζήσω. Για το παιδί μου το έκανα. Με είχαν σε ένα δωμάτιο με ανθρώπους που είχαν λοιμώξεις, εγώ να είμαι ανοιχτή. Καλυμμένη με μια κουβέρτα. Σαν να μην έφτανε ό,τι εισέπνευσα από τα τοξικά. Ότι υπήρχε εκεί, κόλλησε πάνω μου. Με πήραν στο Γεννήματα. Γιατροί και νοσοκόμοι μου λένε σφίξε μας, βρίσε μας αλλά άσε μας να κάνουμε δουλειά. Τότε κατάλαβα. Αρχίζουν να με τραβάνε. Μου τραβούσαν το δέρμα. Να ουρλιάζω, να μην μπορώ να το αντέξω. Να ξέρω ότι αυτό το έχει περάσει το παιδί μου. Ο αδελφός μου απ' έξω δεν άντεξε. Έφτασε στο προαύλιο. Μέχρι εκεί ακούστηκαν τα ουρλιαχτά. Δε μου είχαν δώσει ένα παυσίπονο στο Σισμανόγλειο. Δεν πίστευαν ότι θα ζήσω. Με έβαλαν σε ένα δωμάτιο μόνη μου με ένα σάκο σαν αυτούς που βάζουν στα νεκροτομεία. Είχα άγχος για το παιδί. Δεν ήξερα τι γινόταν. Ντρεπόμουν που δεν έκανα ότι καλύτερο μπορούσα.

Ακούω στην τηλεόραση “όλα τα κάναμε καλά και θα τα ξανακάναμε με τον ίδιο τρόπο”. Οι νεκροί και εμείς είμαστε η απόδειξη ότι όλα έγιναν καλά! Με τον ίδιο τρόπο θα τα ξαναέκαναν! Τους λέω στείλτε με μέσα στη Βουλή να δουν πόσο καλά τα κάνανε! Ήμουν καμένη σε όλο το σώμα. Το πρόσωπό μου παραμορφωμένο. Το μάτι μου έχει κλείσει. Να νιώθω τα πάντα να τεντώνουν, να μαζεύουν, να πετάνε οι φλέβες. Να τσούζω, να πονάω. Με είχαν γεμίσει με σωληνάκια. Δεν υπήρχε φλέβα να μην έχει χρησιμοποιηθεί. Και να καίνε όλα. Όλο αυτό που είχα εισπνεύσει είχε συγκεντρωθεί στα πνευμόνια, μαζί με τη λοίμωξη. Άρχισα να κάνω αιμόπτυση, να βγάζω πήγματα μαύρα. Με διασωλήνωσαν. Ήθελα να χαιρετίσω το παιδί μου. Ήθελα να ακούσω το παιδί μου. Δεν μπορεί τα τελευταία μου λόγια να είναι “τρέξε, φύγε”. Όσο ήμουν εκεί, το παιδί μου ήταν στο Αγία Σοφία. Δεν ήξερα αν ήταν καλά. Όλη η πλάτη του είχε καεί. Τα χέρια του και τα πόδια του το ίδιο. Ρωτούσε “γιατί δεν έρχεται η μαμά μου”; Του έλεγαν ότι κοιμόμουν. Πέρασαν έτσι 3 εβδομάδες.

Το πρώτο πράγμα που άκουσα όταν συνήλθα ήταν να ακούω ποιοι “έφυγαν” και για εμάς που μείναμε. Η μόνη σειρήνα που άκουσα εγώ ήταν από το Θριάσιο στο Γεννήματα. Αν είχα ακούσει κάτι ίσως να μην είχε γίνει τίποτα απ' όλα αυτά. Οι σωματικές βλάβες θα μας κυνηγάνε μια ζωή. Θα έπρεπε να προσέχουμε, να κάνουμε χειρουργεία. Δε θα είχαμε φυσιολογική ζωή. Ένα παιδί 5,5 ετών που δε θα έχει μια παιδική ζωή. Δεν μπορεί να αθληθεί, να παίξει. Ξυπνάει τα βραδιά και ουρλιάζει. Το ζει ξανά και ξανά. Όπως και εμείς. Ό,τι ζήσαμε εκεί και στα νοσοκομεία. Το παιδί μου δε θα έχει ζωή όπως τα αλλά παιδιά."

Κάντε εγγραφή και ενημερωθείτε πρώτοι για όλα τα γεγονότα στην Ελλάδα και τον Κόσμο.